Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σμιλάρι — το / σμιλάριον, ΝΑ [σμίλη] μικρή σμίλη νεοελλ. ξυλουργικό και λιθοξοϊκό εργαλείο … Dictionary of Greek
σμιλάρι — το 1. σμίλη. 2. ξυλουργικό εργαλείο, κοπτήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)